Θ.Ταμβάκου-Γ.Κωστάντζου-Θ.Τρικούπη: ΜΟΥΣΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ (της Τίνας Βαρουχάκη)ΜΟΥΣΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Πώς προέκυψε η ιδέα της έκδοσης Αφορμή για την υλοποίηση αυτής της προσπάθειας αποτέλεσε μια διάλεξη του μουσικογράφου, κριτικού και ερευνητή Θωμά Ταμβάκου, με θέμα: «Έλληνες και ελληνικής καταγωγής συνθέτες λόγιας μουσικής της ευρύτερης Θράκης, από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας»[1]. Η εν λόγω διάλεξη, πραγματοποιήθηκε το Μάρτιο του 2012 στο Δημοτικό Θέατρο της Αλεξανδρούπολης την οποία διοργάνωσαν ο Σύλλογος Μουσικών Εκπαιδευτικών Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Ο Καλλιτεχνικός Όμιλος Αλεξανδρούπολης και το Αρχείο Ελλήνων Μουσουργών Θωμά Ταμβάκου (Α.Ε.Μ.Θ.Τ.) υπό την αιγίδα της Ένωσης Πολιτιστικών Φορέων Έβρου (Ε.ΠΟ.Φ.Ε.). Η ίδια διάλεξη διεξήχθη με εξίσου μεγάλη επιτυχία και την επομένη ημέρα στο Πολιτιστικό Πολύκεντρο της Ορεστιάδας. Μετά τη μεγάλη επιτυχία των διαλέξεων και το έντονο ενδιαφέρον όχι μόνο μουσικών και μουσικολόγων, αλλά και ενός ευρύτερου κοινού, ο Σύλλογος Μουσικών Εκπαιδευτικών Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης κατέθεσε πρόταση για την έκδοση συγγράμματος προς την αρμόδια για θέματα πολιτισμού Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας και ειδικότερα προς την Προϊσταμένη, Ευαγγελία Κοσμαδάκη. Μετά από έγκριση της Αντιπεριφερειάρχου του Νομού Έβρου, Γεωργίας Νικολάου, «άνοιξε ο δρόμος» για την υλοποίηση της έκδοσης. Η διάλεξη «έφερε για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας σημαντικά στοιχεία άγνωστα μέχρι σήμερα, για δεκάδες δημιουργούς με καταγωγή από την ευρύτερη Θράκη- Ανατολική (στη σημερινή Τουρκία), Βόρεια (στη σημερινή Βουλγαρία) και Δυτική (στη σημερινή Ελλάδα) των οποίων το έργο και η βιογραφία παρέμεναν στην αφάνεια»[2] επισημαίνεται στον πρόλογο της επιμελημένης αυτής έκδοσης, τον οποίο υπογράφει ο συνθέτης και μουσικολόγος Δρ. Θανάσης Τρικούπης.
Το πρώτο κεφάλαιο -εν είδει εισαγωγής Το πρώτο κεφάλαιο, έχει τον τίτλο: «Η μουσική στα Ελληνικά Εκπαιδευτήρια και στους Ελληνικούς Συλλόγους της Θράκης» και συγγραφέας του είναι ο συνθέτης και μουσικολόγος, Δρ. Θανάσης Τρικούπης.
Στη δεύτερη ενότητα: «Η μουσική στους ελληνικούς συλλόγους της Θράκης»[7] βρίσκουμε στοιχεία για σημαντικούς συλλόγους για πολλούς από τους οποίους η έκδοση περιλαμβάνει αρχειακό φωτογραφικό υλικό.[8]
Δείγμα από την έκδοση:
Οι γυναίκες φαίνεται ότι αποτελούσαν χωριστούς μουσικούς συλλόγους. Σχετικά, αναφέρεται η ίδρυση Μανδολινάτας «Κυριών και Δεσποινίδων, όπως η μαντολινάτα «Ήβη», ο Σύλλογος Κυριών και Δεσποινίδων, η «Ελπίς» που το 1908, λίγο μετά τη σύστασή του ιδρύει μανδολινάτα. Η μουσική ανάπτυξη της Θράκης επηρεάζεται βεβαίως και από σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Η πρώτη μαντολινάτα και χορωδία από Έλληνες μουσικούς που είχε δημιουργηθεί στην Ξάνθη γύρω στο 1900, απαγορεύεται το 1906 από τις τουρκικές αρχές. Επίσης καταστρέφεται βιβλιοθήκη με 3000 τόμους του μουσικού και φιλεκπαιδευτικού συλλόγου «Ορφεύς» στη Μεσημβρία από τους Βούλγαρους το 1906. Για το τι συνέβη το 1906 ενδεικτικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα: «Με το ανθελληνικό κίνημα των Βουλγάρων το 1906 κλείνουν 77 σχολεία στην Ανατολική Ρωμυλία και περίπου 8300 ελληνόπουλα μένουν χωρίς ελληνική εκπαίδευση. Η βουλγαρική κυβέρνηση θέτει ξανά σε ισχύ τον απενεργοποιημένο σχολικό νόμο του 1891 βάσει του οποίου η στοιχειώδης εκπαίδευση πρέπει να γίνεται υποχρεωτικά στη βουλγαρική γλώσσα (άρθρο 10) και οι δάσκαλοι των δημοτικών σχολείων πρέπει να είναι Βούλγαροι υπήκοοι (άρθρο 58). Οι Βούλγαροι υφαρπάζουν τα σχολικά κτίρια των ελληνικών εκπαιδευτηρίων και η πλειοψηφία του ελληνισμού της Βόρειας Θράκης τρέπεται σε φυγή προς τη μητέρα πατρίδα»[14]. Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος (1919-22) και η Μικρασιατική Τραγωδία έχουν ως συνέπεια τον ξεριζωμό των Ελλήνων από την ανατολική Θράκη στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών βάσει της συνθήκης της Λωζάνης το 1923[15] Το 1928 ιδρύεται στην Αλεξανδρούπολη Δημοτική Φιλαρμονική, η οποία όμως δυστυχώς διαλύθηκε το 1941 με τον πόλεμο[16]. Το 1934 ιδρύεται η Φιλαρμονική του Δήμου Ξάνθης, (που διαλύεται από τη δικτατορία του Μεταξά το 1936 και επαναλειτουργεί το 1946).
ΟΙ ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Το βιβλίο, όπως δικαιολογεί και ο τίτλος του, έχει ως σκοπό την καταγραφή των σημαντικότερων μουσουργών της Θράκης εστιάζοντας κυρίως στους αποβιώσαντες. Μεταξύ των δυο ενοτήτων του βιβλίου, περιλαμβάνεται ιδιαιτέρως ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό. Πρόκειται για σπάνια τεκμήρια όπως πχ ο Κανονισμός του πρώτου μουσικού συλλόγου Αλεξανδρούπολης, του Φιλαρμονικού Συλλόγου «Εύμολπου» εν έτει 1905, καθώς και έγχρωμο φωτογραφικό υλικό από παρτιτούρες και μουσικά βιβλία μουσουργών της Θράκης. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν: «οι 80 Ελληνικαί Δημοτικαί Μελωδίαι» του Περικλή Μάτσα, (Κωνσταντινούπολη, 1880), η «Ιστορική Επισκόπηση της βυζαντινής και Εκκλησιαστικής Μουσικής» (Αθήνα 1904), αλλά και παρτιτούρες με τραγούδια των συνθετών Θεμιστοκλή Πολυκράτη, Σπύρου Μπεκατώρου, Σωτηρίου Γκρεκ, Ορέστη Τσαλαπατάνη, Γρηγόρη Κωνσταντινίδη, Θεόδωρου Παπαδόπουλου, Λουκιανού Καββαδία, και του Giovanni Ingenito. Επίσης δημοσιεύονται έγχρωμες φωτογραφίες μουσικοπαιδαγωγικών βιβλίων, συλλογές ασμάτων, παλαιότυπων εκκλησιαστικών βιβλίων, φωτογραφίες από μαρτυρίες ξένων περιηγητών και από Αρχεία όπως του Σπύρου Παπαϊωάννου, του Γιάννη Πραντσίδη, του Χρήστου Ζάλιου κ.ά. Ακόμη φιλοξενείται φωτογραφικό υλικό από ηχογραφήματα μουσουργών της Θράκης όπως του Αργύρη Κουνάδη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Αντωνίου Παντολέων, του Ανέστη Λογοθέτη. ¶ξια αναφοράς και η δημοσίευση φωτογραφιών από παρτιτούρες έργων.
Στην ενότητα «Μουσουργοί της Βυζαντινής και Ανατολίζουσας Μουσικής», την οποία υπογράφει ο Δρ Γεώργιος Κωνστάντζος, γίνεται μια Γενική Επισκόπηση της μουσικής. Καθίσταται σαφές ότι η Θράκη και ιδιαίτερα οι μεγάλες πόλεις της, αποτέλεσαν σταυροδρόμι «όπου συναντήθηκε εποικοδομητικά η μουσικής της δύσης με την ανατολική, δηλαδή την αρχαιοελληνική και βυζαντινή όπως αυτές διαμορφώθηκαν διαμέσου των αιώνων, μετά από κάποιες αραβοπερσικές επιδράσεις[18]» Επισημαίνεται ότι η μουσική ιστορία της Θράκης αναζητείται ακόμη στους μυθικούς χρόνους, ωστόσο ανθεί ιδιαιτέρως από το 17ο αιώνα και μετά «με την προστασία φωτισμένων Πατριαρχών οργανώνεται και διαχέεται σε όλο τον ελληνικό κόσμο»[19] και διευκρινίζεται ότι την εκκλησιαστική μουσική των Ελλήνων ασπάζονται όχι μόνο οι ελληνικές παροικίες ανά τον κόσμο, αλλά και αλλόγλωσσοι ορθόδοξοι λαοί που μεταφράζουν τα ιερά κείμενα σε άλλες γλώσσες. Ως βασική πηγή θεωρητικών γνώσεων για τη Βυζαντινή μουσική οι μελετητές επισημαίνουν ότι ήταν η εκκλησιαστική μουσική και οι διδάσκαλοί της. Στη μελέτη, υπογραμμίζεται ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως καθοριστικού παράγοντα για την ανάπτυξη της μουσικής, επίκεντρο της οποίας ήταν η Κωνσταντινούπολη, αλλά και η συμβολή της Εκκλησιαστικής Σχολής της Χάλκης, καθώς και διάφορων άλλων μουσικών σχολών και Συλλόγων.
( http://3.bp.blogspot.com/-R7H_PYQF_FQ/U4ycdfxuzKI/AAAAAAABOGA/GS3xX3nJDeo/s1600/%CE%95%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1+51528.jpg )
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η παρατήρηση του συγγραφέα, ότι παράγοντας ανάπτυξης της μουσικής ήταν και η ευμάρεια της πλειοψηφίας των Ελλήνων της Πόλης που τους επέτρεπε να προσφέρουν στα παιδιά τους μουσικές σπουδές. Στο ίδιο κεφάλαιο γίνεται λόγος για είδη συνθέσεων της Βυζαντινής μουσικής, αλλά και για τη μη θρησκευτική μουσική, τη λεγόμενη «Εξωτερική» ή κοσμική και τις κυριότερες μορφές της, οι οποίες διευκρινίζεται ότι δεν σχηματίζονται με βάση μείζονες και ελάσσονες κλίμακες, αλλά με μακάμια.[20] Αναφορά γίνεται στους ρυθμούς (ή ουσούλια) και σε περαιτέρω διακρίσεις μεταξύ οργανικής και φωνητικής μουσικής. Στις οργανικές μορφές ο συγγραφέας κατατάσσει το «πεσρέφι» , το οργανικό «σεμάι» το «συρτό», «τα ταξίμια» (δηλαδή ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς πάνω σε ένα μακάμι) και τα oyun havasi (χορευτικές συνθέσεις). Στις μορφές της φωνητικής σύνθεσης, εντάσσονται τα «μπεστέ», «σεμάι», το «gazel» και το «μανέ» (οι μελετητές επισημαίνουν πως προέρχεται είτε από την αρχαιοελληνική λέξη «μανέρως» (θρηνητικό άσμα) ή από την τουρκική λέξη «αμάν» που σημαίνει έλεος), ενώ μεταξύ των μορφών συγκαταλέγουν και το canto (τραγούδι με δυτικές επιρροές)[21]. Η μουσική εκτελείται με τις λεγόμενες ορχήστρες «λεπτών οργάνων» (oyun saz)[22] όπου κυρίαρχο ρόλο παίζει το «κανονάκι». Όμως αναφέρονται και άλλα μουσικά όργανα όπως «ταμπουράς» «σάζι» «λάφτα» (πολίτικο λαούτο) «ούτι», «πολίτικη λύρα», «μεντίρ» «κουντούμ»[23] κ.ά. Αξίζει νομίζουμε να αναφερθεί ότι ποιήματα και τραγούδια οι ερευνητές εντόπισαν ενσωματωμένα σε κείμενα όπως: «Το Σχολείο των Ντελικάτων Εραστών» (Βιέννη, 1790) σε μετάφραση του Ρήγα Βελεστινλή.[25] Μάλιστα με τη διάδοση της δυτικής μουσικής φαίνεται ότι ήταν πολύ γνωστές στις αστικές κοινωνίες της Πόλης μελωδίες από γνωστές όπερες της εποχής. Στο κεφάλαιο αυτό καθίσταται σαφές ότι αναλύονται κυρίως τα βιογραφικά των συνθετών εκκλησιαστικής μουσικής που ασχολήθηκαν και με την κοσμική μουσική είτε μελοποιώντας ποίηση, είτε συνθέτοντας οργανικά μέλη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληροφορία ότι έχουμε καταγραφές δημοτικών τραγουδιών σε χειρόγραφα του Αγίου όρους. Από τα μέσα του 18ου αι ακμάζει η εκκλησιαστική μουσική. Καταγράφεται από τους συγγραφείς ως σημαντική η συμβολή τεσσάρων μουσικών. Πρόκειται για τους Πρωτοψάλτες Ιωάννη Τραπεζούντιο, Δανιήλ και Ιάκωβο, καθώς και για τον Πέτρο Πελοποννήσιο τον λαμπαδάριο. Από τους σημαντικότερους συνθέτες κοσμικής μουσικής θεωρείται ο Ζαχαρίας Χανεντές (1680-1750). Αναφορά γίνεται και στους μεϋχανέδες (μουσικές ταβέρνες) όπου όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά «οι θαμώνες άκουγαν με περισσή ησυχία εξαίρετους καλλιτέχνες να παίζουν μουσική υψηλών απαιτήσεων». Οι έλληνες θεωρείται ότι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο και στη δημιουργία ενός τραγουδιού που θεωρείτο προάγγελος του ρεμπέτικου τραγουδιού. Στο κεφάλαιο καταγράφονται 186 βιογραφικά Μουσουργών Ανατολικής Μουσικής[26]. Επειδή είναι αδύνατον να μεταφέρουμε το σύνολο των ονομάτων, ενδεικτικά αναφέρονται:
Στη δεύτερη «Μουσουργοί της Δυτικής Θράκης» αναγνωρίζει κανείς και ονόματα μουσουργών του 20ου αι., οι οποίοι σημάδεψαν και ορισμένοι εξ αυτών επηρεάζουν την πορεία της μουσικής έως τις μέρες μας, όπως πχ ο Μάνος Χατζιδάκις[46], (1925-1993). Στην ενότητα αυτή παρατηρούμε λιγότερα ονόματα, αλλά έχουμε πιο πλούσια βιογραφικά σημειώματα καθότι γι΄αυτούς υπάρχουν περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες. Επειδή και σε αυτή την ενότητα, οι προσωπικότητες – το βιογραφικό των οποίων παρατίθεται- είναι πολλές (μετρήσαμε τα βιογραφικά 86 μουσουργών), επιλέξαμε να παραθέσουμε τα ονόματα ορισμένων από τους ακόλουθους συνθέτες δυτικής μουσικής: Ο ¶νθιμος Νικολαιδης[47], περιγράφεται ως ιεροδιδάσκαλος και μουσικός του 19ου-απεβίωσε το 1865) και «από τους πρώτους οι οποίοι συνέβαλαν στην εισαγωγή της τετράφωνης μουσικής στην Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία»[48] Εξέδωσε τρείς τόμους του έργου «Ύμνοι της Θείας και Ιεράς Λειτουργίας τονισθέντες εκ των αρχαίων μελών της Ορθοδόξου ημών Ανατολικής Εκκλησίας»[49]. Ο Αντώνιος Παντολέων [50] (1796 ή 1797 -1854) «συνθέτης, μουσικολόγος, μουσικοδιδάσκαλος, λεξικογράφος, εκδότης, εθνολόγος, ψάλτης» κ.ά. ο οποίος γεννήθηκε στην Ανατολική Ρωμυλία αλλά είναι ελληνικής καταγωγής και «θεωρείται ως ο κατ΄εξοχήν μουσικός ο οποίος καίρια επηρέασε – έως και σήμερα- την εκκλησιαστική μουσική της Ρουμανίας.»[51] Ο Σπυρίδων Μπεκατώρος [52](γενν γύρω στο 1860-1938) βιολονίστας, διευθυντής ορχήστρας, καθηγητής μουσικής και συνθέτης. Διετέλεσε διευθυντής χορωδίας της Ελληνικής Εκκλησίας Νέας Υόρκης από το 1910. Από το 1918 εγκαθίσταται μόνιμα στο Σικάγο όπου ίδρυσε και διηύθυνε ορχήστρες. Ο Θεμιστοκλής Πολυκράτης, [53] (1862-1926) συνθέτης, μουσικός και φιλόλογος. Διετέλεσε έφορος και δάσκαλος μουσικής της Σχολής Απόρων Παίδων του Φ.Σ. Παρνασσός. Το 1897 ίδρυσε ανέλαβε τη διεύθυνση του Χορού του Αγίου Γεωργίου Καρύκη (περίοδος που καταγράφεται και το μεγαλύτερη μέρος της μουσικής του δημιουργίας). Το 1913 ανέλαβε τη διεύθυνση του Χορού του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και τον Αρμονικό Χορό της Μητροπόλεως[54]. Ο Ελισαίος Γιαννίδης[55] (1865-1942) μουσικολόγος, μουσικός φυσικομαθηματικός, γλωσσολόγος «με ουσιαστική συμμετοχή στο ζήτημα της εναρμόνισης της Βυζαντινής Μουσικής» δέχθηκε πολεμική γι΄αυτό το νεοτερισμό καθώς και για το ότι ήταν δημοτικιστής[56]. Δημοσίευσε τη μελέτη «Η Βυζαντινή μουσική και η εναρμόνισή της»[57] και περιγράφεται ως «ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος των υποστηρικτών της ελληνικής αρμονικής εκκλησιαστικής μουσικής». Συνεργάστηκε ως αρθογράφος με εφημερίδες «γράφοντας περισπούδαστα άρθρα για την εναρμόνιση της Βυζαντινής μουσικής».
Ο Κωνσταντίνος Ψάχος[58] (γενν γύρω στο 1866 -1949) περιγράφεται ως «προσωπικότητα παγκόσμιας απήχησης της Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής και όχι μόνο που έδρασε και επηρέασε την κουλτούρα της Μικράς Ασίας: συνθέτης μουσικολόγος, μουσικός, πρωτοψάλτης, βυζαντινολόγος, και λόγιος»[59] (…) «Μαζί με τον Στ Βραχάμη εφηύρε το «Εύειο Παναρμόνιο», πληκτροφόρο μουσικό όργανο για την απόδοση της βυζαντινής μουσικής»[60] (..) αναγνωρίστηκε διεθνώς ως αυθεντία στα ζητήματα παρασημαντικής. Δημοσίευσε περισσότερες από 500 μελέτες, μεταξύ των οποίων οξύτατες πολεμικές κατά της τετραφωνίας και των υποστηρικτών της.»[61] Ο Γεώργιος Παχτίκος [62] (1869-1915) «εθνομουσικολόγος, συνθέτης και πολύγλωσσος φιλόλογος, ασχολήθηκε επισταμένα με τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών». Μελοποίησε αρχαία χορικά και βραβεύτηκε σε διεθνείς διαγωνισμούς για τις μελοποιήσεις αυτές «το 1901 για την Ιφιγένεια και το 1904 για τον Αίαντα από την αθηναϊκή Εταιρεία προς Διάδοσιν των Αρχαίων Δραμάτων».[63] Επίσης το 1912 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας της Rouen. Ήταν εκδότης του μουσικοφιλολογικού περιοδικού «Μουσική». Ο Κωνσταντίνος Σπάθης[64] 1876- 1940 «αρχιμουσικός φιλαρμονικών, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης με δράση στη Δυτική Θράκη και τη Μακεδονία»[65] Ο Λουκιανός Καββαδίας[66] (γενν 1879) αρχιμουσικός, συνθέτης και ιδρυτής του μουσικού οίκου “L. Cavadias” στη Ν Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του ΄20,[67] ενώ το 1925 δημιούργησε τη φωνογραφική εταιρεία “Hellas”[68]. Σταύρος Βραχάμης,[69](γενν πριν το 1880-1950), συνθέτης, μουσικοδιδάσκαλος, λόγιος και φυσικομαθηματικός. Με την ιδιότητά του ως φυσικομαθηματικού από το 1910 συνεργάστηκε με τον Κωνσταντίνο Ψάχο προκειμένου να κατασκευάσουν πληκτροφόρο όργανο, το «Παναρμόνιον το νέον». Το 1922 σχεδιάστηκε η κατασκευή του οργάνου αυτού στη Γερμανία.[70] Ο Σταύρος Βραχάμης, ως γραμματέας του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου Κωνσταντινούπολης συνυπόγραψε «την καταδικαστική απόφαση για την τετράφωνη εναρμόνιση των εκκλησιαστικών μελών…»[71] Επίσης διετέλεσε μέλος της 12μελούς Β΄Πατριαρχικής Μουσικής Επιτροπής. Ο Γεώργιος Πονηρίδης[72] (1887-1982), βιολονίστας, διευθυντής χορωδιών, πολυγραφότατος συνθέτης με σπουδές στις Βρυξέλες και το Παρίσι, μέλος κουαρτέτων και συνόλων δωματίου και μουσικοκριτικός σε διάφορα περιοδικά.[73] Ο Επαμεινώνδας Φλώρας[76] 1892-1966 περιγράφεται ως «βιολονίστας, συνθέτης, διασκευαστής, αρχιμουσικός, μουσικοπαιδαγωγός και μουσικοκριτικός»[77] έως την Μικρασιατική καταστροφή διετέλεσε καθηγητής στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, κ.ά. Το 1920 ίδρυσε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Κωνσταντινούπολης, ενώ μετά από διετή παραμονή στο Βερολίνο το 1926 ίδρυσε και διηύθυνε το Μακεδονικό Ωδείο. «Στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής διηύθυνε την 80μελή χορωδία του ιδρυθέντος από τους Γερμανούς ραδιοφωνικού σταθμού δίνοντας κάθε Κυριακή συναυλίες για τον γερμανικό στρατό».[78] Κώστας Βογιατζής[79] (γενν.1917), συνθέτης διευθυντής χορωδιών και μαντολινάτων του Σουφλίου και της Καλλιθέας Αττικής Ο Δημήτρης Μιχαηλίδης[80](1920-2002) συνθέτης, αρχιμουσικός, μέλος της Ε.Ε.Μ., βασικό στέλεχος της Ε.Λ.Σ. ως συνοδός πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας. Διηύθυνε τη συμφωνική ορχήστρα του ΕΙΡΤ (πρώην ΕΡΤ) είτε ως πιανίστας, είτε ως διευθυντής του συνόλου σε έργα όπερας. Επίσης είχε συνεργαστεί και με διευθυντές ορχηστρών του εξωτερικού για την παρουσίαση έργων όπερας. Διετέλεσε Γ.Γ. και αργότερα Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου μουσικής της Unesco. Επίσης έχει διδάξει στο Ωδείο Αθηνών και το Εθνικό Ωδείο.
Ο Ανέστης Λογοθέτης[82] (1921-1994) περιγράφεται ως «παγκοσμίου βεληνεκούς» και «από τους πιο σημαντικούς πρωτοπόρους συνθέτες του 20ου αι.»[83] Έχει εφεύρει «ένα ιδιότυπο σύστημα μουσικής σημειογραφίας (με διάφορες ονομασίες «oλοκληρωτική», «γραφική», «πολυμορφική»). Τα έτη 1960 και 1963 τιμήθηκε με το βραβείου του αυστριακού ιδρύματος Th Koerner και το 1962 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο του Διαγωνισμού Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας Αθηνών που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις[84].
Ο Αργύρης Κουνάδης[85] (γενν 1924-2011) «διαπρεπής συνθέτης ο οποίος μετά τις σπουδές του στο δίπλωμα πιάνου και σύνθεσης συνέχισε τις σπουδές του στη σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στην Κρατική Μουσική Ακαδημία του Φραϊμουργκ και το 1972 ανακηρύχθηκε καθηγητής στην εν λόγω Ακαδημία. Αποκήρυξε το πρώιμο συνθετικό του έργο και «έστρεψε το μουσικό του βλέμμα στο ατονικό, το δωδεκάφθογγο, το σειραϊκό και το αλεατορικό σύστημα…»[86] Ο Θεόδωρος Μιμίκος[87] (1935-1996) συνθέτης, αρχιμουσικός και καθηγητής μουσικής, στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και διευθυντής της Μικτής Δημοτικής Χορωδίας Θεσσαλονίκης. Μεταξύ των γυναικών που έμειναν στην ιστορία ως σημαίνουσες προσωπικότητες της μουσικής είναι η Αύρα Θεοδωροπούλου[88] (1880-1963) πιανίστα, καθηγήτρια μουσικής, μουσικολόγος και συγγραφέας πολλών μελετών απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών και συγκαταλέγεται μεταξύ των προσωπικοτήτων που ίδρυσαν το Ελληνικό Ωδείο[89]. Η Μερλιέ Μέλπω Λογοθέτη[90], (εθνομουσικολόγος, εθνογράφος, πιανίστα, λαογράφος και ιδρύτρια του συλλόγου «Μουσικά Αρχεία της Παράδοσης» (νυν Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών).[91] Επίσης σημαντική προσωπικότητα υπήρξε η Όλγα Μέντζου, (1905-1980) βιολονίστα, καθηγήτρια βιολιού και θεωρητικών και συγγραφέας της «Μουσικής Ανθολογίας» σε δυο τόμους.
¶λλα σημαντικά ονόματα που έχουν συνδεθεί όχι με τη λόγια μουσική αλλά κυρίως ή αποκλειστικά με το τραγούδι είναι Σοφία Βέμπο, ο Νικόλαος Κόκκινος, ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης (1893-1979) πιανίστας και συνθέτης της προπολεμικής ελαφράς μουσικής και αριστούχος απόφοιτος του ωδείου της Γενεύης[92] κ.ά.
Οι αναφορές στα ενδιαφέροντα στοιχεία της έκδοσης είναι πολύ περισσότερες από αυτές που παρατίθενται στον παρόν κείμενο. Ιδιαίτερη εντύπωση μας προκάλεσε η πληροφορία ότι η αρχική πρόθεση των συγγραφέων ήταν να γίνει μια έκδοση της οποίας τα στοιχεία και οι αναλύσεις θα εμπεριέχονταν σε περίπου 700 σελίδες! Όμως ο εκδότης ζήτησε να περιοριστεί στις 320 σελίδες, ώστε η έκδοση να είναι πιο εύχρηστη και προσιτή στον αναγνώστη. Η συμβολή του πονήματος δεν περιορίζεται μόνο σε μια καταγραφή σημαντικών προσωπικοτήτων της μουσικής που γεννήθηκαν ή δραστηριοποιήθηκαν στη Θράκη. Είναι ένα εξαιρετικό και πρωτότυπο υλικό που κάλλιστα μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για περαιτέρω επιστημονική μελέτη από νεότερους ερευνητές που θα αναλάβουν να φέρουν στο φως και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία. Αυτό είναι και το κύριο ζητούμενο: η έκδοση να δώσει το έναυσμα σε ερευνητές εντός και εκτός συνόρων για περαιτέρω μελέτη. Ας ελπίσουμε πως αυτό το έργο θα τραβήξει το ενδιαφέρον φοιτητών και αποφοίτων μουσικολογίας ώστε να προκύψουν και άλλες σοβαρές δημοσιεύσεις. Αρκεί να έχουν το ίδιο επιστημονικό βάθος που έχει και αυτή η ιδιαιτέρως επιμελημένη έκδοση.
Αξιοσημείωτο είναι ακόμη ότι στην εν λόγω έκδοση περιλαμβάνεται cd με ανέκδοτες συνθέσεις μουσουργών της Θράκης. Ειδικότερα το ηχογράφημα περιλαμβάνει έργα των ακόλουθων μουσουργών[93]:
Στο ηχογράφημα, ερμηνεύουν οι: Νίκος Κωνσταντινόπουλος (φωνή), Δημοσθένης Φιστουρής (κύρια φωνή και ισοκράτης), Αντωνία Καλογήρου (φωνή), το Χορωδιακό Εργαστήρι Αθηνών υπό τη Διεύθυνση Ι. Μάντακα, Γυναικεία Χορωδία Ωδείου Φαέθων Αλεξανδρούπολης, υπό τη διδασκαλία του Λουσινέ Γκασπαριάν και τη διεύθυνση του Θανάση Τρικούπη.
[1] Κωστάντζος Γεώργιος, Ταμβάκος Θωμάς, Τρικούπης Αθανάσιος., Μουσουργοί της Θράκης, Αλεξανδρούπολη, Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, 2014, σελ.13 [2] Ό.π.,σελ. 13 [3] Πηγή για το σύνολο του φωτογραφικού υλικού: https://www.google.gr/images.%20Ό.π ( https://www.google.gr/images.%20Ό.π )., σελ 306 [4] Ό.π.,σελ 20 [5] Ό.π., σελ. 21 [6] Φωτογραφικό αρχείο από την έκδοση «Μουσουργοί της Θράκης», ό.π., σελ 29 [7] Ό.π., σελ. 25 [8] Ό.π., σσ. 126-127 [9] Ό.π., σ25 [10] Ό.π., σελ. 25 [11] Ό.π., σελ 26 [12] αυτόθι [13] Ό.π., σελ. 124 [14] Ό.π., σελ.30 [15] Ό.π, σελ. 31 [16]Ό.π, σελ. 30 [17] Η φωτογραφία είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο, σελ 124 «Από τη δισκογραφική έκδοση Κειμήλια ήχου και λόγου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θρακικών Σωματείων, επιμ. Γ Μελίκης, Θεσσαλονίκη,1993» [18] Ό.π, σελ.34 [19] Αυτόθι [20] Ό.π, σσ. 35-36 [21] Ό.π, σελ. 36 [22] Ό.π, σελ. 36 [23] Ό.π, σελ. 36 [24] Ό.π, σελ. 38 [25] Ό.π, σελ. 38 [26] Για τις βιογραφίες των Μουσουργών Ανατολικής Μουσικής βλ. σσ. 47-108 [27] Ό.π., σελ 54 [28] Ό.π., σελ 61 [29] Ό.π, σελ. 107 [30] Ό.π., σελ 58 [31] Ό.π., σελ 70 [32] Ό.π., σελ 94 [33] Ό.π., σελ 95 [34] Ό.π., σελ 75 [35] Ό.π., σελ 76 [36] Ό.π., σελ 105 [37] Ό.π., σελ 85 [38] Ό.π., σελ 65 [39] Ό.π, σελ. 77 [40] Ό.π, σσ. 101-102 [41] Ό.π, σελ. 64 [42] Ό.π, σελ. 64 [43] Ό.π, σελ. 103 [44] Ό.π, σελ. 97 [45] Ό.π, σσ. 82-83 [46] Ό.π.,σσ.270-274 [47] Ό.π, σσ. 213-217 [48] Ό.π, σελ. 213 [49] Ό.π, σσ. 213-217 [50] Ό.π, σσ. 221-225 [51] Ό.π, σελ. 221 [52] Ό.π, σσ. 210-212 [53] Ό.π, σσ. 239-243 [54] Ό.π, σσ. 239-240 [55] Αναφέρεται ως ψευδώνυμο του Σταμάτη Σταματιάδη. Το όνομα Γιανίδης ήταν με δική του επιλογή με ένα «ν». Περισσότερες πληροφορίες για το βιογραφικό του, στις σσ143-150 [56] Ό.π, σελ. 143 [57] Ό.π, σελ. 147 [58] Ό.π, σσ. 276-280 [59] Ό.π, σελ. 276 [60] Ό.π, σελ. 277 [61] Ό.π, σελ. 278 [62] Ό.π, σσ. 231-236 [63] Ό.π, σσ. 231-236 [64] Ό.π, σσ. 258-259 [65] Ό.π, σσ. 258-259 [66] Ό.π, σσ. 162-164 [67] Ό.π, σσ. 170-172 [68] Ό.π, σελ. 164 [69] Ό.π., σσ. 141-142 [70] Ό.π., σελ.141 [71] Ό.π, σελ. 141 [72] Ό.π, σσ. 243-250 [73] Ό.π, σελ. 244 [74] Ό.π, σσ. 226-229 [75] Ό.π, σσ. 226-227 [76] Ό.π, σελ. 264-267 [77] Ό.π, σελ. 264-267 [78] Ό.π, σελ. 265 [79] Ό.π, σελ. 137 [80] Ό.π, σσ. 205-208 [81] Ό.π, σσ. 170-172 [82] Ό.π, σσ. 188-194 [83] Ό.π, σσ. 188-194 [84] Ό.π, σελ. 192 [85] Ό.π, σσ. 173-178 [86] Ό.π, σελ. 175 [87] Ό.π, σσ. 202-204 [88] Ό.π, σσ. 159-161 [89] Ό.π, σελ. 159 [90] Ό.π, σσ. 185-188 [91] Ό.π, σελ. 185 [92] Ό.π, σελ. 180 [93] Τα ονόματα των μουσουργών παρατίθενται στο κείμενο με τη σειρά που είναι και στην έκδοση [94] Η ημερομηνία γεννήσεώς του παρατίθεται με επιφύλαξη, ό.π. σελ 10 [95] Οι μουσουργοί Περικλής Μάτσας, Κωνσταντίνος Χαρικιόπουλος και Πέτρος Ζαχαριάδης στην έκδοση αναφέρεται ότι είναι γεννημένοι πριν το 1860 αλλά δεν έχει τεκμηριωθεί η ημερομηνία θανάτου τους. Το ίδιο ισχύει και για τον Βασίλειο Γουναρόπουλο που έχει τεκμηριωθεί από τους ερευνητές ότι είναι γεννημένος πριν το 1865. Για τον Ορέστη Τσαλαπατάνη δεν έχει τεκμηριωθεί η ημερομηνία θανάτου του [96] Ό.π., σελ. 281 |